- ιστουργώ
- ἱστουργῶ, -έω (Α) [ιστουργός]δουλεύω στον αργαλείο, υφαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱστουργῷ — ἱστουργός masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστούργημα — ἱστούργημα, τὸ (Μ) [ιστουργώ] το ύφασμα … Dictionary of Greek